- ὀλιγογνώμων
- ὀλιγογνώμωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγογνώμων — ὀλιγογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής 2. ανόητος, αφελής, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ γνώμων] … Dictionary of Greek
ὀλιγογνώμονα — ὀλιγογνώμων neut nom/voc/acc pl ὀλιγογνώμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόγνωμον — ὀλιγογνώμων masc/fem voc sg ὀλιγογνώμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγογνώμονας — ὀλιγογνώμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγογνώμονες — ὀλιγογνώμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγογνώμοσιν — ὀλιγογνώμων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek